- ἄνυμφα
- ἄνυμφοςnot bridalneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνυμφος — ἄνυμφος, ον (Α) 1. ο χωρίς γάμο 2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» άγαμος βίος β) «νύμφη ἄνυμφος» δυστυχισμένη νύφη γ) «ἄνυμφα μέλαθρα» σπίτι χωρίς γυναίκα … Dictionary of Greek